- αράπικος
- -η, -ο1. ο σχετικός με τον Αράπη ή την Αραπιά2. «αράπικα φιστίκια» — είδος φιστικιού, καρπός της αραχίδας3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα αράπικαη αραβική γλώσσα4. (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) χορός της κοιλιάς, ανατολίτικος.
Dictionary of Greek. 2013.